πειρατήριον

πειρατήριον
τὸ, ΜΑ, ιων. τ. πειρητήριον Α
μσν.
βασανισμός, βασανιστήριο
αρχ.
1. μέσο δοκιμασίας, δοκιμής
2. βάσανος, έλεγχος, δοκιμή
3. πειρασμός, παραπλάνηση
4. ορμητήριο πειρατών
5. πειρατική συμμορία. [ΕΤΎΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. πειρατήριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πειρατήριον — πειρᾱτήριον , πειρατήριον trial neut nom/voc/acc sg πειρατήριος tentative masc/fem acc sg πειρατήριος tentative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρητήρια — πειρατήριον trial neut nom/voc/acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρητήριον — πειρατήριον trial neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • искушение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. πεῖρα) опыт, попытка; (πειρατήριον)… …   Словарь церковнославянского языка

  • ՀԷՆ — (հինի, նից.) NBH 2 0096 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 13c գ. πειρατής pirata, praedo marina πειρατήριον, ληστήριον latronum sedes, agmen Աւազակ. խումբ աւազակաց ʼի ծովու եւ ʼի ցամաքի. հուղկահար. ելուզակ. հրոսակ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՓՈՐՁՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0957 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 14c գ. πειρασμός tentatio. Փորձելն իլն. փորձանք. հանդէս. վտանգ. նեղութիւն. կիրք. վիշտք. *Անուանեաց զանուն տեղւոյն այնորիկ փորձութիւն, վասն փորձելոյ նոցա զտէր: Մի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • πειρατηρίοις — πειρᾱτηρίοις , πειρατήριον trial neut dat pl πειρατήριος tentative masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατηρίου — πειρᾱτηρίου , πειρατήριον trial neut gen sg πειρατήριος tentative masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατηρίων — πειρᾱτηρίων , πειρατήριον trial neut gen pl πειρατήριος tentative masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατηρίῳ — πειρᾱτηρίῳ , πειρατήριον trial neut dat sg πειρατήριος tentative masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”